παρθενικοῦ

παρθενικοῦ
παρθενικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιματόκολπος ή αιματοκολπία — Η πλήρωση του κόλπου με αίμα της περιόδου εξαιτίας ατρησίας του παρθενικού υμένα ή και του κόλπου. Η ατρησία του παρθενικού υμένα ή του κόλπου δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα διαμαρτίας της διάπλασης αλλά μπορεί να οφείλεται στη συγκόλληση των… …   Dictionary of Greek

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

  • διακόρευση — η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω] η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα …   Dictionary of Greek

  • κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • μύρτο — το (Α μύρτον) ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο νεοελλ. στον πληθ. τα μύρτα α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα») β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… …   Dictionary of Greek

  • ξεπαρθένεμα — το [ξεπαρθενεύω] ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση …   Dictionary of Greek

  • παρθενορραφή — η η ραφή τού παρθενικού υμένα έπειτα από διακόρευση …   Dictionary of Greek

  • σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • υμενίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού παρθενικού υμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + ίτιδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”